- προσστερνίζομαι
- Ασφίγγω στο στήθος μου, αγκαλιάζω κάποιον ή κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + στερνίζομαι (< στέρνον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσστερνιζόμενον — προσστερνίζομαι clasp to one s breast pres part mp masc acc sg προσστερνίζομαι clasp to one s breast pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσστερνισαμένη — προσστερνίζομαι clasp to one s breast aor part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσστερνισάμενος — προσστερνίζομαι clasp to one s breast aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσστερνίζεσθαι — προσστερνίζομαι clasp to one s breast pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστερνίζομαι — Α [στερνίζομαι] προσστερνίζομαι* … Dictionary of Greek